ανεπικούρητος

ανεπικούρητος
ος , ον лишённый помощи, поддержки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεπικούρητος" в других словарях:

  • ἀνεπικούρητος — without succour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπικούρητος — η, ο (Μ ἀνεπικούρητος, ον) ο αβοήθητος …   Dictionary of Greek

  • ανεπικούρητος — η, ο αβοήθητος: Σ όλη αυτή τηδουλειά είχε μείνει εντελώς ανεπικούρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπικούρητον — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem acc sg ἀνεπικούρητος without succour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικουρήτοις — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικουρήτους — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικούρητοι — ἀνεπικούρητος without succour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»